ξεναπάτης

ξεναπάτης
ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α)
1. αυτός που εξαπατά τους ξένους
2. αυτός που προδίδει εκείνον που τόν φιλοξενεί
3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + -απάτης (< απατῶ), πρβλ. φρεν-απάτης, ψυχ-απάτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεναπάτης — one who cheats strangers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξειναπάτου — ξεναπάτης one who cheats strangers masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεναπάτην — ξεναπάτης one who cheats strangers masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξειναπάταν — ξειναπάτᾱν , ξεναπάτης one who cheats strangers masc acc sg (epic doric aeolic) ξεναπάτης one who cheats strangers masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξειναπάτας — ξειναπάτᾱς , ξεναπάτης one who cheats strangers masc acc pl ξειναπάτᾱς , ξεναπάτης one who cheats strangers masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεναπάτας — ξεναπάτᾱς , ξεναπάτης one who cheats strangers masc acc pl ξεναπάτᾱς , ξεναπάτης one who cheats strangers masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… …   Dictionary of Greek

  • ξειναπάτης — ξειναπάτης, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. ξεναπάτης …   Dictionary of Greek

  • ξεναπατία — ξεναπατία, ἡ (Α) [ξεναπάτης] η εξαπάτηση τών φιλοξενουμένων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”